βαπορήσιος
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
Greek Monolingual
-α, -ο
1. κατάλληλος για βαπόρι, σχετικός με τα βαπόρια
2. αυτός που παρασκευάζεται και σερβίρεται μέσα στο βαπόρι, συνήθως σε υψηλότερη τιμή («καφές βαπορήσιος»).