καρφωτός
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καρφωτός, -ή, -όν) καρφώνω
ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος
νεοελλ.
1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί
2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά
3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).
επίρρ...
καρφωτά
με τον τρόπο που μπήγεται το καρφί, κατακόρυφα.