νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
η (AM κατάδοσις) καταδίδω
νεοελλ.
1. μυστική καταγγελία ή αποκάλυψη
2. προδοσία
μσν.
συκοφαντία
αρχ.
1. καταβολή πληρωμής
2. πληρωμή με δόσεις.