καστελάνος

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

καστελλάνος, ὁ (Μ)
1. ο κάτοικος του καστελιού, του μικρού κάστρου
2. ο διοικητής του καστελιού, ο φρούραρχος
3. (ως τιμητικός τίτλος) πυργοδεσπότης
4. διοικητής, έπαρχος
5. πυργοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellanus «καστρινός» (< castellum «κάστρο»)].