κατάκροτος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
κατάκροτον, noisy, Hld.1.30.
German (Pape)
[Seite 1356] geräuschvoll, Heliod. 1, 30 ἠχὴ κατάκροτος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκροτος: -ον, θορυβώδης, πλήρης κρότου, ἠχὴ, Ἡλιόδ. 1. 30.
Greek Monolingual
κατάκροτος, -ον (Α)
θορυβώδης, με πολύ κρότο.