καταγνυπόω

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

German (Pape)

[Seite 1343] entkräften, schwächen, VLL. S. κατεγνυπωμένος u. καταγρυπόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
renfrogner.
Étymologie: κατά, γνυπόω.