καταθρασύνομαι
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
v. καταθαρσύνω.
French (Bailly abrégé)
c. καταθαρσύνω.
Russian (Dvoretsky)
καταθρασύνομαι: med. к καταθαρσύνω.