καταληστεύω
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
(Α καταληστεύω)
ληστεύω κάποιον ή κάτι παίρνοντάς του ό,τι έχει, διαρπάζω
νεοελλ.
μτφ. εκμεταλλεύομαι ανελέητα («οι ξένοι καταλήστευσαν τη χώρα»).