καταληστεύω

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

Greek Monolingual

καταληστεύω)
ληστεύω κάποιον ή κάτι παίρνοντάς του ό,τι έχει, διαρπάζω
νεοελλ.
μτφ. εκμεταλλεύομαι ανελέητα («οι ξένοι καταλήστευσαν τη χώρα»).