ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
(Α καταληστεύω)ληστεύω κάποιον ή κάτι παίρνοντάς του ό,τι έχει, διαρπάζωνεοελλ.μτφ. εκμεταλλεύομαι ανελέητα («οι ξένοι καταλήστευσαν τη χώρα»).