καταληστεύω
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
Greek Monolingual
(Α καταληστεύω)
ληστεύω κάποιον ή κάτι παίρνοντάς του ό,τι έχει, διαρπάζω
νεοελλ.
μτφ. εκμεταλλεύομαι ανελέητα («οι ξένοι καταλήστευσαν τη χώρα»).