εκμεταλλεύομαι

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

ἐκμεταλλεύω)
1. εξορύσσω μετάλλευμα από ορυχείο
2. προσπαθώ να χρησιμοποιήσω επικερδώς οικονομικό αγαθό
3. επωφελούμαι, χρησιμοποιώ για αθέμιτο κέρδος δεσμούς, ιδεολογία ή αίσθημα
4. αποκτώ κέρδη εις βάρος άλλων και από τη δική τους εργασία
αρχ.
εξαντλώ μεταλλείο, αφαιρώ ολόκληρη την ποσότητα του μεταλλεύματος.