καταμπλέκω

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source

Greek Monolingual

1. μπερδεύω κάτι τελείως
2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση»)
3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση.