κατασκέπω

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκέπω Medium diacritics: κατασκέπω Low diacritics: κατασκέπω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΠΩ
Transliteration A: katasképō Transliteration B: kataskepō Transliteration C: kataskepo Beta Code: kataske/pw

English (LSJ)

= κατασκεπάζω, AP5.59 (Rufin.), Muson.Fr.19p.106H.

German (Pape)

[Seite 1378] = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.

Russian (Dvoretsky)

κατασκέπω: закрывать, прикрывать (τι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασκέπω: κατασκεπάζω, ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ σῶμα Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.

Greek Monolingual

κατασκέπω (Α)
κατασκεπάζω.