κατεδαφώ
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
κατεδαφῶ, -έω (Μ)
κατεδαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κατεδαφίζω, κατά τα ρ. σε -έω / -ῶ από τον αόρ. -ισα που συνέπιπτε φωνητικά με τον -ησα τών ρ. σε -έω].