κατεδαφώ

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

κατεδαφῶ, -έω (Μ)
κατεδαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κατεδαφίζω, κατά τα ρ. σε -έω / - από τον αόρ. -ισα που συνέπιπτε φωνητικά με τον -ησα τών ρ. σε -έω].