κατοίκηση
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
η (AM κατοίκησις) κατοικώ
το να κατοικεί κανείς σε έναν τόπο, η διαμονή
αρχ.
1. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι», ΚΔ)
2. η κατοικούμενη περιοχή ενός τόπου.