κατωδρομώ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
1. τρέχω προς τα κάτω
2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του»)
3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση της νόσου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξοδρομώ, σταδιοδρομώ].