κατωδρομώ Search Google

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual


1. τρέχω προς τα κάτω
2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του»)
3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση της νόσου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξοδρομώ, σταδιοδρομώ].