κελεύστωρ

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελεύστωρ Medium diacritics: κελεύστωρ Low diacritics: κελεύστωρ Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΩΡ
Transliteration A: keleústōr Transliteration B: keleustōr Transliteration C: keleystor Beta Code: keleu/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, one who commands, more general than κελευστής, Phryn.PSp.81 B.

German (Pape)

[Seite 1415] ορος, der Befehlende, nach B. A. 47, 4 allgemeiner als κελευστής gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

κελεύστωρ: -ορος, ὁ, = κελευστής, «κελεύστωρ διαφέρει τοῦ κελευστής· ὁ μὲν γὰρ κελευστής ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ κελεύστωρ ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47.

Greek Monolingual

κελεύστωρ, ὁ (Α) κελεύω
ο κελευστής, αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί.