κενοκάματος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

κενοκάματος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + κάματος.