κερουτιασμός

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, Stolz, Phot. lex., wenn die Lesart richtig ist.

Greek Monolingual

κερουτιασμός, ὁ (Μ) κερουτιώ
υψηλοφροσύνη, έπαρση.