κεφαλόδεσμον

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλόδεσμον: τό, = κεφαλόδεσμος, Ἰω. Χρυσ. Ι. 242Α.

Greek Monolingual

κεφαλόδεσμον, τὸ (Α)
κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμον (< δεσμόν < δέω (II) «δένω»), πρβλ. ζυγόδεσμον, σκελόδεσμον].