κιχόρη

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

κιχόρη, ἡ (Α)
το φυτό κιχόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κίχορα, τὰ, με αλλαγή γένους].