οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
κιχόρη, ἡ (Α)το φυτό κιχόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κίχορα, τὰ, με αλλαγή γένους].