κληματόβεργα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η
κλαδί από αμπέλι, κληματσίδα («χρησιμοποιεί κληματόβεργες για να ψήσει το αρνί»).