Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead
κλοπαῖος, -αία, -αῖον (Α) κλοπή1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.)2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.).