κνήκινος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
η, ον, of or from κνῆκος, ἔλαιον PRev.Laws53.15, al. (iii B.C.), PTeb. 122.11 (i B.C.), Dsc.1.36.
German (Pape)
[Seite 1460] von Safflor, z. B. ἔλαιον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κνήκινος: -η, -ον, ἐκ τοῦ κνήκου, κνήκινον ἔλαιον Διοσκ. 1. 44.
Greek Monolingual
κνήκινος, -ίνη, -ον (Α) κνήκος
αυτός που λαμβάνεται από το φυτό κνήκος.