κνίπειος

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

German (Pape)

[Seite 1461] von der Mücke, Sp.

Greek Monolingual

κνίπειος, -εία, -ον (Α) κνιψ
1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα
2. φρ. «κνίπειον αἷμα» — ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία.