κνημοδέτης

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ο
ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμοδέτης, μυστακοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].