κνιδώδης

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

ες κνίδη
1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση
2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων του δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης.