κοιλοπονώ

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

και -άω κοιλόπονος
(για επίτοκη γυναίκα) ωδίνω, έχω ωδίνες τοκετού, πόνους της γέννας.