κοιλοφθαλμιώ

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

κοιλοφθαλμιῶ, -άω (Α) κοιλόφθαλμος
έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων του οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)].