κοινάσομαι
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Full diacritics: κοινάσομαι | Medium diacritics: κοινάσομαι | Low diacritics: κοινάσομαι | Capitals: ΚΟΙΝΑΣΟΜΑΙ |
Transliteration A: koinásomai | Transliteration B: koinasomai | Transliteration C: koinasomai | Beta Code: koina/somai |
κοιν-άσας, Dor. for κοινώς-; v. κοινόω.
κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. ἀντὶ κοινώσ-· ἴδε ἐν λ. κοινόω.
κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. αντί κοινώσ-.