κοκέτα

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

(I)
και κουκέτα, η
μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta].
(II)
η
βλ. κοκέτης.