κολομπίρι

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. κοινή ονομασία του λαιμού, τελευταίου πριν από το στηλόκρανο τμήμα του ιστού ή του επιστηλίου.