κολομπίρι
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
το
ναυτ. κοινή ονομασία του λαιμού, τελευταίου πριν από το στηλόκρανο τμήμα του ιστού ή του επιστηλίου.