Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κομμίωση

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521

Greek Monolingual

η
ασθένεια τών φυτών που χαρακτηρίζεται από άφθονη παραγωγή κόμμεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ω-σις, με την επίδραση ενός αμάρτυρου ρ. κομμιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].