κομματιάζω

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

κομματιάζω) κομμάτι
διαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτια
νεοελλ.
μέσ. κομματιάζομαι
α) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μου
β) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση.