πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
τοκομψό έργο τέχνης ή βιομηχανικής παραγωγής2. χαρακτηρισμός καλλιτεχνήματος ή αντικειμένου πρακτικής χρήσεως επεξεργασμένου με επιμέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + τέχνημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].