κομψοτέχνημα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το
κομψό έργο τέχνης ή βιομηχανικής παραγωγής
2. χαρακτηρισμός καλλιτεχνήματος ή αντικειμένου πρακτικής χρήσεως επεξεργασμένου με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + τέχνημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].