κονδυλισμός

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλισμός Medium diacritics: κονδυλισμός Low diacritics: κονδυλισμός Capitals: ΚΟΝΔΥΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kondylismós Transliteration B: kondylismos Transliteration C: kondylismos Beta Code: kondulismo/s

English (LSJ)

ὁ, striking with the fist, maltreatment, Artem.2.15, LXX Ze.2.8.

German (Pape)

[Seite 1480] ὁ, das mit der Faust Schlagen, Ohrfeigen; übh. Mißhandlung; Artemidor. 2, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλισμός: ὁ, κτύπημα διὰ τῆς πυγμῆς, γρονθοκόπημα, κακομεταχείρισις, Ἀρτεμίδ. 2. 15, Ἑβδ. (Σοφονίας. Β΄, 8).

Greek Monolingual

κονδυλισμός, ὁ (Α) κονδυλίζω
γρονθοκόπημα, κακοποίηση, χτύπημα με την πυγμή.