κοπροδίαιτος
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek Monolingual
κοπροδίαιτος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφεται με κόπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστροδίαιτος, οικοδίαιτος].