κοραλλιόχρους

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -χρους (< χρώς), πρβλ. κεραμόχρους, υαλόχρους].