κορούνδιο

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το
(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο του αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corundum < koruntam, λ. της μη ΙΕ γλώσσας Τάμιλ της Ινδίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].