κουτιαίνω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω
2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + -ιαίνω (πρβλ. χλομιαίνω)].