ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
το (Μ κοῦρσος και κρούσος και κοῦρσον, τὸ, και κοῦρσος, ὁ)1. ληστρική επιδρομή, λεηλασία2. πολεμική λεία, λάφυρομσν.1. ληστρική συμμορία2. αρπαγή3. φρ. «βάνω κοῦρσος» — λεηλατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursus].