κρανουργία
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
v. κρανουργός.
Greek Monolingual
κρανουργία, ἡ (Α) κρανουργός
η κρανοποιία.
German (Pape)
ἡ, das Helmmachen, Poll. 7.155.