κρανουργία
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
v. κρανουργός.
Greek Monolingual
κρανουργία, ἡ (Α) κρανουργός
η κρανοποιία.
German (Pape)
ἡ, das Helmmachen, Poll. 7.155.