κρασοπινάς

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κρασοπινάς)
μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + πίνω + κατάλ. -άς).