κρασούρα

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη ποσότητα κρασιού
2. μυρωδιά κρασιού, κρασίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζούρα, σκοτούρα)].