κραταιόγονον

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιόγονον Medium diacritics: κραταιόγονον Low diacritics: κραταιόγονον Capitals: ΚΡΑΤΑΙΟΓΟΝΟΝ
Transliteration A: krataiógonon Transliteration B: krataiogonon Transliteration C: krataiogonon Beta Code: krataio/gonon

English (LSJ)

τό, willow-weed, Polygonum persicaria, Dsc.3.124, Gal.12.44; cf. κραταίγονον.

Greek (Liddell-Scott)

κραταιόγονον: τό, ἢ -ος, ἡ, φυτόν, κατὰ τὸν Sprengel, Polygonum Persicaria, Διοσκ. 3. 139· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸν τύπον κραταίγονον, ἐξ οὗ ὁ Schneid. διορθοῖ κραταιγόνου ἀντὶ κραταίγου ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 6.

Greek Monolingual

κραταιόγονον, τὸ (Α)
φυτό του γένους πολύγονο.