κραυγαστής

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγαστής Medium diacritics: κραυγαστής Low diacritics: κραυγαστής Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kraugastḗs Transliteration B: kraugastēs Transliteration C: kravgastis Beta Code: kraugasth/s

English (LSJ)

κραυγαστοῦ, ὁ, crier, bawler, Glossaria on βαβάκτης, AB223:—fem. κραυγάστρια, Hsch. s.v. μηκάδες.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγαστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ ἀνωτ., ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Α. Β. 223, 31, ἐν λέξ. βαβάκτης· θηλ. -άστρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μηκάδες.

Greek Monolingual

κραυγαστής, ὁ, θηλ. κραυγάστρια (Α) κραυγάζω
κραύγασος, φωνακλάς.

German (Pape)

ὁ, der Schreiende, der Schreier, B.A. 223.