κρεατώνω

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

κρέας
1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες του σώματός μου («κρεατώσανε τ' αρνιά»)
2. (για πληγή) επουλώνομαι.