ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
κρεισσῶ, -όω (AM) κρείσσων1. κρεισσονεύω2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή.